Περιβαλλοντική Οικονομία

Ποια είναι η πραγματική οικονομική ζημιά ενός περιβαλλοντικού ατυχήματος; Τι κόστος δημιουργούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις μιας δραστηριότητας στην κοινωνία; Πόση αξία παράγεται από την αποκατάσταση ενός ρυπασμένου χώρου; Πόσο αξίζει η θέα ενός όμορφου τοπίου;

Αυτές είναι ορισμένες ενδεικτικές ερωτήσεις που καλείται να απαντήσει ο κλάδος των Οικονομικών του Περιβάλλοντος, ο οποίος στηρίζεται στην υπόθεση ότι, τα αγαθά και οι υπηρεσίες που προσφέρονται από το φυσικό περιβάλλον έχουν μια οικονομική αξία, η οποία θα ήταν έκδηλη εάν εντάσσονταν σε μια πραγματική αγορά.

Για εκατοντάδες χρόνια, θεωρούταν ότι τα περιβαλλοντικά αγαθά είναι διαθέσιμα σε πρακτικά άφθονες ποσότητες και συνεπώς δεν αποτελούσαν αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούσαν να έχουν οικονομική αξία. Η άποψη αυτή έρχεται σε αντίθεση με την αίσθηση του τι είναι πραγματικά πολύτιμο και εκφράζει τη διαφορά μεταξύ αξίας και τιμής, όπως αποδόθηκε από τον Adam Smith το 18ο αιώνα στον Πλούτο των Εθνών περιγράφοντας το παράδοξο του νερού και των διαμαντιών αλλά και από τον Πλάτωνα, σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια πριν, ο οποίος είχε αναφέρει ότι «…μόνο ότι είναι σπάνιο είναι πολύτιμο, και το νερό, που είναι το πολυτιμότερο όλων των πραγμάτων... είναι το φτηνότερο…». Η αντίληψη αυτή, σε συνδυασμό με κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των φυσικών αγαθών (όπως π.χ. η αδιαιρετότητα στην κατανάλωση) αποτελούν μέχρι σήμερα μια από τις αιτίες που οδηγούν στη σπατάλη των φυσικών πόρων και στη διαρκή υποβάθμιση του περιβάλλοντος.

Το Εργαστήριο δραστηριοποιείται έντονα τα τελευταία χρόνια στο συγκεκριμένο πεδίο, επιχειρώντας να αναδείξει την «κρυμμένη» οικονομική αξία των αγαθών και υπηρεσιών του περιβάλλοντος. Με αυτόν τον τρόπο, ο οποίος φαίνεται δυστυχώς να είναι ο πιο πρόσφορος σε μια κοινωνία της αγοράς, επιχειρείται να αποτιμηθούν οι επιπτώσεις – θετικές ή αρνητικές – έργων και δραστηριοτήτων στο κοινωνικό σύνολο, ευελπιστώντας ότι έτσι θα διαμορφωθεί ένα πιο ορθολογικό και κοινωνικά πιο δίκαιο πλαίσιο διαχείρισης του περιβάλλοντος.

 

Η οικονομική διάσταση της ρύπανσης του Ασωπού ποταμού

Οι αιτίες της ρύπανσης στην λεκάνη του Ασωπού ποταμού ποικίλουν: διάθεση ανεπεξέργαστων υγρών αποβλήτων της βιομηχανίας αλλά και αστικών λυμάτων απευθείας στην κοίτη του ποταμού, διάθεση υγρών και στερεών αποβλήτων στο υπέδαφος μέσα από γεωτρήσεις και πηγάδια, εντατική γεωργία. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων βαρέων μετάλλων και οργανικού φορτίου στα επιφανειακά νερά και την μακροχρόνια ρύπανση των υπόγειων νερών.

Το ιστορικό της ρύπανσης στην περιοχή ξεκινά από το 1969 όταν επί δικτατορίας η Πολιτεία χαρακτήρισε τμήμα του Ασωπού, από το αντλιοστάσιο του Αγ. Θωμά και κατάντη, ως υπό όρους αποδέκτη βιομηχανικών αποβλήτων. Αργότερα, με Κοινή Νομαρχιακή Απόφαση του 1979 ο Βόρειος και ο Νότιος Ευβοϊκός χαρακτηρίζονται ως θαλάσσιοι αποδέκτες λυμάτων και το 1984 θεσπίζεται ο αποκλεισμός των βιομηχανιών από την Αττική, με αποτέλεσμα έκτοτε η Νότια Βοιωτία να υποδέχεται βιομηχανίες, αυξάνοντας την περιβαλλοντική πίεση στο υδατικό περιβάλλον. Διαβάστε περισσότερα...

Εξειδικευμένη βάση μελετών περιβαλλοντικής αποτίμησης GEVAD

Το 1992 αναγνωρίζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση η ανάγκη για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη σε σχέση με το περιβάλλον, διατυπώνεται η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» και αποφασίζεται ότι η προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να ενσωματωθεί συνολικά στις ευρωπαϊκές πολιτικές λαμβάνοντας υπόψη τα κόστη και τα οφέλη των δράσεων περιβαλλοντικής πολιτικής. Η φιλοσοφία αυτή αντανακλάται, τα επόμενα χρόνια, σε διάφορες Ευρωπαϊκές Οδηγίες (π.χ. 96/61/ΕΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, 2000/60/ΕΚ για τη θέσπιση πολιτικής στη διαχείριση υδάτινων πόρων, 2004/35/ΕΚ για την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά στην πρόληψη και αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών, κ.ά.) αλλά και στο πλαίσιο λήψης αποφάσεων σε ζητήματα πολιτικής και νομοθεσίας (π.χ. η ανάλυση κόστους – οφέλους για τη νέα στρατηγική της Ε.Ε. ως προς την ποιότητα της ατμόσφαιρας).

Επιστημονικοί φορείς και οργανισμοί αναγνωρίζοντας αφενός τις δυσκολίες που ενέχει η πραγματοποίηση πρωτογενών ερευνών περιβαλλοντικής αποτίμησης και αφετέρου τα οφέλη που προκύπτουν από την ενσωμάτωση των οικονομικών μεγεθών του περιβάλλοντος στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ανέπτυξαν και υιοθέτησαν τη Μέθοδο Μεταφοράς Οφέλους (Benefit Transfer Method). Με τη μέθοδο αυτή «μεταφέρονται» αποτελέσματα ερευνών περιβαλλοντικής αποτίμησης από μια περιοχή με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά σε μια άλλη με παρόμοια χαρακτηριστικά. Διαβάστε περισσότερα...

Η αξία που δημιουργείται από την αποκατάσταση brownfields

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, τα ζητήματα βελτίωσης της ποιότητας ζωής στις μεγαλουπόλεις έχουν αποκτήσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σε αυτή την κατεύθυνση, αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο ότι οι εγκαταλειμμένες βιομηχανικές, μεταλλευτικές, στρατιωτικές και άλλες εγκαταστάσεις, γνωστές ως brownfields, που βρίσκονται πλησίον ή και εντός του αστικού ιστού μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Οι εγκαταστάσεις αυτές μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν με ποικίλους τρόπους, διαφυλάσσοντας ή και δημιουργώντας πολύτιμους αστικούς ελεύθερους χώρους για κάλυψη κοινωνικών αναγκών (π.χ. αναψυχή, πράσινο, άθληση, κ.ά.). Όμως, το υψηλό συνήθως κόστος αποκατάστασης του περιβάλλοντος και του κτηριακού δυναμικού, σε συνδυασμό με τις περιορισμένες δημοσιονομικές δυνατότητες, αποτελεί ένα σοβαρό εμπόδιο στην αξιοποίηση των εγκαταστάσεων αυτών. Ως αποτέλεσμα, οι μέχρι σήμερα προσπάθειες επανάχρησης των brownfields, σε διεθνές επίπεδο, είναι σποραδικές και αφορούν κυρίως σε αμιγώς εμπορικές χρήσεις για οικονομικούς λόγους.

Ωστόσο, η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να αντιστραφεί αναδεικνύοντας τα συνολικά οφέλη της αξιοποίησης της εγκαταλειμμένης γης (οικονομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά) σε χρηματικούς όρους. Σε αυτή την κατεύθυνση, το Εργαστήριο επιχειρεί να αποτιμήσει διάφορες περιπτώσεις ανάπτυξης brownfields, τόσο σε ex ante όσο και σε ex post επίπεδο ανάλυσης. Διαβάστε περισσότερα...

Η οικονομική αξία της θέας

Οι κατοικίες με θέα σε πράσινο, στη θάλασσα, σε ανοιχτούς χώρους και άλλα στοιχεία θέασης σπανίζουν στα μεγάλα αστικά κέντρα. Έτσι, η ομορφιά του τοπίου έχει αποκτήσει τιμή και μάλιστα αρκετά υψηλή, όπως αποδεικνύεται από σχετική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο Λεκανοπέδιο της Αθήνας με την Ασαφή Μέθοδο Delphi. Η έρευνα στόχευε στην αποτίμηση διαφορετικών στοιχείων θέασης, θετικών και αρνητικών, χρησιμοποιώντας φωτογραφίες από διαμερίσματα του Λεκανοπεδίου με θέα σε διαφορετικούς τύπους τοπίου.

Με βάση την έρευνα, τα σημαντικότερα στοιχεία θέασης που μπορούν να επηρεάσουν θετικά την αξία μιας κατοικίας είναι η θάλασσα, οι αρχαιολογικοί χώροι, οι χώροι πρασίνου και αναψυχής και η πανοραμική θέα από διαμερίσματα σε υψηλούς ορόφους. Αντιθέτως, τα σημαντικότερα στοιχεία θέασης που μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την αξία μιας κατοικίας είναι οι χωματερές, οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις, οι καταυλισμοί και τα νεκροταφεία. Διαβάστε περισσότερα...

Κοινωνικο-οικονομική αξιολόγηση υπόγειων έργων Μετρό

Η σύχρονη ανάπτυξη των μεγάλων αστικών κέντρων, με κυρίαρχα χαρακτηριστικά αυτά του περιορισμού των διαθέσιμων χώρων στην επιφάνεια, της υπερβολικής αύξησης του αριθμού των αυτοκινήτων από τη μια μεριά αλλά και της ανάγκης για γρήγορες και αξιόπιστες μετακινήσεις από την άλλη, οδηγούν στην ανάγκη κατασκευής υπόγειων δίκτυων μεταφορών. Τα υπόγεια δίκτυα μεταφορών, τα λεγόμενα μετρό, έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής και αποτελούν έργα με συμβολή στη βιώσιμη ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος. Έχουν σημαντικές δυνατότητες ανάπτυξης, επέκτασης και αναβάθμισης και συμβάλλουν στην μέγιστη αξιοποίηση των υφιστάμενων δικτύων μεταφοράς στην επιφάνεια. Ωστόσο, η κατασκευή τους απαιτεί υψηλά κόστη αρχικής επένδυσης, ιδιαίτερα συγκρινόμενα με αντίστοιχα επιφανειακά έργα, και για αυτόν ακριβώς το λόγο πολλές φορές είτε αποφεύγονται είτε αμφισβητούνται ως προς την σκοπιμότητα τους. Εντούτοις, αν αποτιμηθεί και συνυπολογιστεί η λανθάνουσα αξία των βασικών πλεονεκτημάτων των συστημάτων μετρό (εξυπηρετούν μεγάλο αριθμό επιβατών καθημερινά, συμβάλουν στην ανάπτυξη εμπορικών δραστηριοτήτων γύρω από τους σταθμούς και, παράλληλα, επιτυγχάνουν μείωση των οχηματοχιλιομέτρων, των ατμοσφαιρικών ρύπων και βελτιώνουν την οδική ασφάλεια μέσω της μείωσης των ατυχημάτων) τότε μπορεί να αποδειχθεί ότι η κατασκευή τους αποτελεί μια οικονομικά συμφέρουσα και κοινωνικά επιθυμητή λύση. 
Μια τέτοια προσέγγιση αποτελεί η κοινωνική ανάλυση κόστους οφέλους που υπαγορεύεται και από την απόφαση 1083/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με την κατασκευή μεγάλων έργων. Διαβάστε περισσότερα...