Η οικονομική διάσταση της ρύπανσης του Ασωπού ποταμού

Οι αιτίες της ρύπανσης στην λεκάνη του Ασωπού ποταμού ποικίλουν: διάθεση ανεπεξέργαστων υγρών αποβλήτων της βιομηχανίας αλλά και αστικών λυμάτων απευθείας στην κοίτη του ποταμού, διάθεση υγρών και στερεών αποβλήτων στο υπέδαφος μέσα από γεωτρήσεις και πηγάδια, εντατική γεωργία. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων βαρέων μετάλλων και οργανικού φορτίου στα επιφανειακά νερά και την μακροχρόνια ρύπανση των υπόγειων νερών.

Το ιστορικό της ρύπανσης στην περιοχή ξεκινά από το 1969 όταν επί δικτατορίας η Πολιτεία χαρακτήρισε τμήμα του Ασωπού, από το αντλιοστάσιο του Αγ. Θωμά και κατάντη, ως υπό όρους αποδέκτη βιομηχανικών αποβλήτων. Αργότερα, με Κοινή Νομαρχιακή Απόφαση του 1979 ο Βόρειος και ο Νότιος Ευβοϊκός χαρακτηρίζονται ως θαλάσσιοι αποδέκτες λυμάτων και το 1984 θεσπίζεται ο αποκλεισμός των βιομηχανιών από την Αττική, με αποτέλεσμα έκτοτε η Νότια Βοιωτία να υποδέχεται βιομηχανίες, αυξάνοντας την περιβαλλοντική πίεση στο υδατικό περιβάλλον.

Το πρόβλημα του Ασωπού είναι διττό. Από τη μία πλευρά τα νερά του ποταμού γίνονται αποδέκτες στραγγισμάτων, λυμάτων και υγρών βιομηχανικών αποβλήτων χωρίς επεξεργασία με αποτέλεσμα να εμφανίζουν υψηλές συγκεντρώσεις σε νιτρικά/νιτρώδη (χαρακτηριστικό γεωργικής και αστικής ρύπανσης) και σε βαρέα μέταλλα (χαρακτηριστικό βιομηχανικής ρύπανσης) πάνω από τα Πρότυπα Ποιότητας Περιβάλλοντος που ορίζει η Ευρωπαϊκή και Ελληνική νομοθεσία για τα ποτάμια ύδατα. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει συσσωρευμένη ρύπανση στα υπόγεια νερά της υδρογεωλογικής λεκάνης από τον Μέσο Ρου έως και τις εκβολές του Ασωπού στο Νότιο Ευβοϊκό Κόλπο, με αποτέλεσμα οι συγκεντρώσεις ολικού χρωμίου Cr(III) να είναι εκτός του θεσπισμένου ορίου για τα πόσιμα ύδατα, ενώ οι συγκεντρώσεις εξασθενούς χρωμίου Cr(VI) να είναι σε επίπεδα που εγείρουν αμφιβολίες για την καταλληλότητά τους ακόμα και για άρδευση.

 

Επιβάρυνση με υγρά απόβλητα

Σήμερα, έχουν ολοκληρωθεί δύο έργα για να λύσουν το πρόβλημα της παροχής πόσιμου νερού: (i) ένα σύστημα αγωγού και ταχυδιυλιστηρίου για τη σύνδεση Οινοφύτων – Αγ. Θωμά με το κανάλι μεταφοράς νερού της ΕΥΔΑΠ από Μόρνο – Υλίκη και (ii) ένα σύστημα αγωγού μεταφοράς νερού προς Ωρωπό – Χαλκούτσι από τις γεωτρήσεις εκμετάλλευσης των καρστικών πηγών Μαυροσουβάλας της ΕΥΔΑΠ.

Η έρευνα του Εργαστηρίου, που πραγματοποιείται στο πλαίσιο σχετικής διδακτορικής διατριβής, επικεντρώνεται στην εκτίμηση της οικονομικής διάστασης της περιβαλλοντικής ζημιάς από τη ρύπανση των υπογείων νερών της λεκάνης του Ασωπού με μεθόδους Περιβαλλοντικής Οικονομίας. Σε αυτή την κατεύθυνση αξιοποιούνται πρωτογενή ερευνητικά δεδομένα υποθετικών αγορών καθώς και δεδομένα πραγματικών αγορών.

Η ερευνητική δραστηριότητα βρίσκεται σε εξέλιξη. Ωστόσο, από τα πρώτα αποτελέσματα αναδεικνύεται ένα σημαντικό κόστος της περιβαλλοντικής ζημιάς.

Στην περιοχή Οινοφύτων – Αγ. Θωμά – Ωρωπού – Χαλκουτσίου εκτιμήθηκε με τη μέθοδο Υποθετικής Αξιολόγησης, ότι η οικονομική ζημιά της ρύπανσης, βάσει της προθυμίας πληρωμής των κατοίκων της περιοχής για την απορρύπανση των υπογείων νερών, ανέρχεται σε 1.000.000 ευρώ ετησίως. Περίπου το 70% του εκτιμώμενου αυτού κόστους (700.000 ευρώ ετησίως) εκτιμάται ότι αποτελεί αξία μη χρήσης του υπόγειου νερού.

Όσον αφορά στην υδρευτική χρήση του υπόγειου νερού, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του κόστους αποφυγής, εκτιμήθηκε ότι το κόστος της ρύπανσης είναι της τάξης των 430.000 ευρώ ετησίως. Το ποσό αυτό αποτελεί μία ελάχιστη τιμή βάσης. Σημειώνεται ότι για την αντιμετώπιση του προβλήματος τα πραγματικά κόστη τα οποία δαπανήθηκαν από το ελληνικό δημόσιο για την παροχή νερού ύδρευσης ανάγονται σε ετήσιο κόστος 620.000 ευρώ περίπου.

 

Προέλευση νερού για πόση ή μαγείρεμα (έτος 2009)